- ἐνωτίδιον
- ἐνωτ-ίδιον, τό, = foreg., IG11(2).287B19(Delos, iii B. C.), Rev.Et.Gr.12.71 ([place name] Tanagra).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενώδιον — ἐνῴδιον, το (Α) βλ. ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἐνώδιον, που μαρτυρείται σε αττ. επιγρ., είναι υποκοριστικό και προήλθε πιθ. από τ. *ἐνοΐδιον (με επίδραση τού ω από τον τ. ώτα πρβλ. ους) < *ενο(υσ) ίδιον. Κατ άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί προϊόν… … Dictionary of Greek